Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πανοῦργος καὶ ἀγ

См. также в других словарях:

  • πανούργος — α, ο / πανοῡργος, ον, ΝΜΑ (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που είναι ικανός να διαπράξει κάθε είδους απάτη ή μοχθηρή πράξη, πονηρός, δόλιος, απατεώνας (α. «βλέπει ο θεός και αστράπτει διά τους πανούργους», Κάλβ. β. «ζημιουμένου ἀκολάστου… …   Dictionary of Greek

  • σιγανοπαπαδιά — και σιγαλοπαπαδιά, η, Ν 1. μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου που υποκρίνεται τον φρόνιμο, τον αγαθό και καλό, ενώ στην πραγματικότητα είναι ύπουλος, πανούργος και μοχθηρός 2. άτομο που παριστάνει τον δυστυχισμένο και ανυπεράσπιστο, ενώ στην… …   Dictionary of Greek

  • Ζαχαρία — (Zacharia). Επώνυμο οικογένειας ευγενών της Γένοβας. Ορισμένα μέλη της εγκαταστάθηκαν, τον 13o αι., σε περιοχές της Μικράς Ασίας, σε νησιά του Αιγαίου και στην Πελοπόννησο και συνδέθηκαν με γάμους με τον αυτοκρατορικό οίκο των Παλαιολόγων.… …   Dictionary of Greek

  • ματτυολοιχός — και ματιολοιχός και, κατά τον Ησύχ., ματαιολοιχός, ὁ (Α) 1. αυτός που εξαπατά στο μέτρημα, ψευδομετρητής 2. (κατά τον Ησύχ.) «ματαιολοιχός ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῡργος καὶ λίχνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ματτύη + λοιχός (< λείχω), πρβλ. αιματο λοιχός,… …   Dictionary of Greek

  • διάβολος — διάβολος, ο και διάολος, ο 1. το πνεύμα του πονηρού, ο Σατανάς: Ο διάβολος σε βάζει σε πολλούς πειρασμούς. 2. άνθρωπος κακός, μοχθηρός και πονηρός: Πήρε διαζύγιο, γιατί ο άντρας της ήταν σωστός διάβολος. 3. άνθρωπος πανέξυπνος, πανούργος και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολύϊδρις — ὁ, ἡ, και ιων. τ. πολυΐδριος ον, Α 1. πολυΐδμων* 2. πολύ συνετός 3. (κατ επέκτ.) πανούργος («καὶ λέγεται φαρμακεία εἶναι, διὰ τὸ πολύϊδρις εἶναι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἴδρις «γνώστης» (< οἶδα), πρβλ. α ΐδρις] …   Dictionary of Greek

  • πανδελέτειος — ον, Α [Πανδέλετος] (κωμική λ.) πανούργος και μοχθηρός σαν τον Πανδέλετο, ξακουστό Αθηναίο συκοφάντη …   Dictionary of Greek

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • κολάκευμα — και κολάκεμα, το (AM κολάκευμα, Μ και κολάκεμα) [κολακεύω] καθετί που λέγεται ή γίνεται για κολακεία, καλόπιασμα, κολακευτικός λόγος ή κολακευτική πράξη («ἢν δὲ ἴδω ἢ κολακεύμασί τινα προτιμώμενον ἢ και ἄλλη τινὶ ἀνωφελεῖ χάριτι... ἐπιπλήττω»,… …   Dictionary of Greek

  • αγέννητος — και γος, η, ο (Α ἀγέννητος, ον) αυτός που δεν γεννήθηκε, που δεν υπάρχει νεοελλ. 1. αυτός που δεν γεννήθηκε από άλλον, ο αυθύπαρκτος 2. αυτός που δεν γέννησε ακόμη 3. το αρσ. ως ουσ. ο αγέννητος α) ο διάβολος β) πανούργος, πονηρός άνθρωπος αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • μαργιόλης — και μαργιόλος, α, ικο 1. αυτός που συμπεριφέρεται με πονηριά, εύστροφος, πανούργος, κατεργάρης 2. το θηλ. ως ουσ. η μαργιόλα (ιδίως σχετικά με τον έρωτα) παιχνιδιάρα, ναζιάρα, πανούργα σε ερωτικά τεχνάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. επίθ. mariollo)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»